Ιερά Μονή Αγίου Νεκταρίου Τρίκορφο

Δεύτερη Μαρτυρία:
Θεώνη: Μιλῆστε γιά αὐτά πού ξέρετε, γιά αὐτά πού βλέπετε.
Μοναχή Ἀκακία: Μιλάω μέ σεβασμό καί ἐκτίμηση πρός τόν π. Νεκτάριο. Τό ξέρουμε πώς οἱ γονεῖς του εἶναι ἅγιοι. Τώρα πιό πολύ τό ξέρουμε. Δέν μπορῶ νά πιστέψω τό βιβλίο νά ἔλθει στά χέρια μου ἀπό τήν Ἀγγλία μέ τέτοιο τρόπο, νά ἔλθετε νά μοῦ τό φέρετε καί νά σᾶς γνωρίσω προσωπικά. Δέν μποροῦσα νά τά φανταστῶ ὅλα αὐτά. Θέλω νά σᾶς πῶ καί κάτι ἄλλο. Σᾶς τό εἶπε ὁ π. Νεκτάριος;
Θεώνη: Ὄχι, διότι δέν μιλάει γιά τούς γονεῖς του. Περιμένω ἀπό ἐσᾶς νά μοῦ τό πεῖτε.
Μοναχή Ἀκακία: Εἶναι ἁπλό, ἀλλά γιά ἐμένα πολύ σημαντικό. Μοῦ τηλεφωνεῖ μιά μέρα τήν προηγούμενη ἑβδομάδα ὁ π. Νεκτάριος ὅτι εἶναι βιαστικός καί πολύ κουρασμένος καί θά ἔλθει γιά μισή ὥρα μόνο ἀπό τό σπίτι τῶν ἀδελφῶν του στήν Ἀττική νά μέ δεῖ, γιατί ἔχει μαστόρους καί φτιάνουν τήν ἱστορική κατοικία καί τό Ἀσκητήριο τοῦ Παπουλάκου στόν Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων. Ἐπειδή εἶχε ἐργάτες, μοῦ ζήτησε μέ λεπτότητα νά τοῦ ἑτοιμάσω μερικά τρόφιμα γιά τούς μαστόρους. Ἐκείνη τήν ὥρα ἐγώ σκέφτηκα ὅτι ἔχουμε στήν ἀποθήκη τήν ἀδελφή Θεοδότη πού φροντίζει γιά αὐτά. Τῆς τηλεφωνῶ καί τῆς λέω πώς χρειάζεται ὁ π. Νεκτάριος ὁρισμένα τρόφιμα γιά τούς μαστόρους. Μοῦ λέει: «Σάν τί;». Τῆς λέω «Τυριά, μακαρόνια, ὅ,τι νομίζετε, ἐσεῖς ξέρετε, οἱ μαστόροι θέλουν τό πρωινό τους, τό μεσημεριανό τους, ἐσεῖς ξέρετε». Μοῦ λέει: «Ξέρω τί θέλουν, ἀλλά δέν ἔχω αὐτή τήν στιγμή, δέν ξέρω ἄν ὑπάρχει τίποτα, δέν ἔχουμε τίποτα, γιά νά δώσουμε οὔτε ὄσπρια καί δέν ἔχουμε κρεατοφάγους». Δέν εἴχαμε πολλά πράγματα, γιατί ἐμεῖς δέν ἀγοράζουμε. Ὅ,τι μᾶς φέρνει ὁ κόσμος. Καί αὐτή τήν στιγμή δέν ἔχει φέρει. Τέλος πάντων στενοχωρήθηκα πολύ καί εἶπα: «Κάντε ὅ,τι μπορέσετε» καί μοῦ εἶπε: «Θά κάνω ὅ,τι μπορέσω, θά πάω νά δῶ τί μπορῶ νά βρῶ».
Ἐκείνη τήν στιγμή, καθώς ἀφήνω τό τηλέφωνο, ὅπως ἤμουν καθισμένη στό τραπέζι, πιάνω τό κεφάλι μου κλείνω τά μάτια μου καί ἀμέσως σκέφτηκα τούς γονεῖς του. Σκέφτηκα ἀμέσως τήν μανούλα του, σάν μανούλα του, σάν Ἀνθή, ὄχι σάν ἁγία καί τῆς λέω: «Ἁγία μου πρεσβυτέρα Ἀνθή, ἔρχεται κουρασμένος ὁ γιό σου, ὁ ἱερέας. Ἐσύ εἶσαι μάνα, ἐσύ βοήθησε τήν ἀδελφή Ἐφραιμία νά βρεῖ κάτι, βοήθησέ την, βοήθησέ την». Ἐκείνη τήν ὥρα λοιπόν, σάν νά ἦταν ἐκεῖ, σάν νά μιλοῦσε μέ ἄνθρωπο, ἔκλεισα τά μάτια μου, νά μοῦ ἀπαντήσει, καί μόνη μου ψιθυρίζω, δέν μποροῦσα νά κρατηθῶ, χωρίς νά τό καταλάβω λέω: «Καί μές στά ντουλάπια κάτι θά βρεῖς». Εἶπα μόνη μου: «Καί στά ντουλάπια κάτι θά βρεῖς!». Τό ψιθύρισα καί ἀμέσως τό ξανασκεφτόμουνα: «Τί ψιθύρισα μόνη μου;». Σκέφτηκα: «Δέν εἶναι ὅτι τό ψιθύρισα, μέ φώτισε ἡ πρεσβυτέρα νά σκεφτῶ». Κοιτάζω τό ντουλάπι κάτι νά βρῶ καί τί νά βρῶ στό ντουλάπι; Ἀνοίγω τό ντουλάπι, ὅπου βάζω τό γάλα μου, νά δῶ, ἀλλά δέν ἦταν τίποτα, ἐκτός ἀπό ἕναν καφέ, πού μου φέρνουν καμιά φορά καί τόν ἀφήνω, ἕνα πακέτο ζάχαρη καί μία κομπόστα. Δέν τήν εἶχα ἀνοίξει, ἐπειδή ἦταν μεγάλη, γιά νά μήν τήν ἀνοίξω μόνο γιά μένα. Ἔτσι βρῆκα αὐτά τά τρία πράγματα μέσα στό ντουλάπι. Τίποτα ἄλλο δέν εἶχα μέσα στό ντουλάπι καί εἶπα νά τά βάλω σέ μία σακουλίτσα. Εἶπα λοιπόν ὅτι, ἀφοῦ τά σκέφτηκα, ἀφοῦ μοῦ ὁδήγησε τήν σκέψη ἡ μανούλα του, θά τοῦ πῶ ὅτι θά τά βάλω σάν κέρασμα στούς μαστόρους του, θά τοῦ πῶ ὅτι εἶναι ἀπό τήν μανούλα του καί θά τοῦ πῶ αὐτό, πού μοῦ συνέβη. Εἶπα λοιπόν: «Δέν κοιτάω καί τά ἄλλα ντουλάπια;».
Σκέφτηκα λοιπόν καί ἄλλες δύο, πού ἔχω πολλές δοσάδες μαζί τους –τίς γνωρίζω καλά αὐτές τίς δύο μοναχές- πού καί οἱ δύο τόν ἐκτιμοῦν, γιατί πάντα τίς ἐπισκέπτεται, ὅταν ἔρχεται ἐδώ ὁ π. Νεκτάριος. Τίς ρωτάω: «Μήπως ἔχετε τίποτα μές στό κελλί σας καί ἐσεῖς, γιατί χρειάζεται τρόφιμα ὁ π. Νεκτάριος». Μοῦ ἀπαντάει ἡ μία: «Προχτές τό βράδυ μου ἔφερε μία συγγενής μου κονσέρβες, λίγο ἀπό ὅλα, καί μακαρόνια. Ὅ,τι ἔχω, θά τά βάλω νά τά φέρω». Μοῦ τά φέρνει κάτω. Ὅ,τι εἶχε καί ἡ ἄλλη, μοῦ τά ἔφεραν. Πολλά πράγματα δέν ἦταν, ἀλλά κονσέρβες, μακαρόνια, κάτι ἦταν ἐπιτέλους. Γεμίζω μία τσάντα καί, ὅπως τά ἑτοιμάζω καί τά ἀφήνω δίπλα, κάθομαι ξανά στήν θέση μου, ἔτσι ζαλισμένη λίγο, κουρασμένη ἀπό τήν συγκίνηση μᾶλλον, πού εἶχα αἰσθανθεῖ. Ξαφνικά χτυπάει ἡ πόρτα.
Σᾶς εἶχα πεῖ ὅτι περιμένω κάτι φωτογραφίες τοῦ π. Νικολάου καί τῆς πρεσβυτέρας του Ἀνθῆς ἀπό τήν Μαρία Ἀγγελοπούλου ἀπό τήν Γερμανία.
Θεώνη: Ναί, ναί, ναί.
Μοναχή Ἀκακία: Χτυπάει ἡ πόρτα. Ἤταν μέσον τῆς ἑβδομάδος. Μόνο Δευτέρα καί Παρασκευή ἔχουμε ταχυδρομεῖο ἐδῶ πάνω πού βρισκόμαστε. Ἀνοίγει ἡ πόρτα καί μοῦ φέρνουν τόν φάκελο μέ τίς φωτογραφίες ἐκείνη τήν ὥρα. Μά ἐκείνη τήν ὥρα νά μοῦ φέρουν τόν φάκελο! Εἶχε ἔλθει ἀπό τήν Δευτέρα καί δέν μοῦ τόν εἶχαν δώσει. Μόλις τά ἔφτιαξα τά τρόφιμα, μόλις ἑτοίμασα, σάν νά μοῦ λέει: «Ἐδῶ εἶμαι, πραγματικά ἐγώ εἶμαι ἐδῶ». Μά νά μήν περάσει…, ὅπως ἐκάθησα…, δηλαδή ἐρχόταν ἐδῶ πέρα νά μοῦ φέρει τίς φωτογραφίες, πού ἐκπέμπουν φῶς κατά κοινή ὁμολογία πιστῶν, ἐνῶ ἐγώ ἑτοίμαζα τά πράγματα. Δέν εἶναι αὐτό δεῖγμα πώς πραγματικά εἶναι ζωντανοί κοντά μας οἱ ἅγιοι;
Θεώνη: Ναί, τό πιστεύω, ναί. Καταλαβαίνω τί ἐννοεῖτε. Δόξα τῷ Θεῷ.
Μοναχή Ἀκακία: Ὅσο σκέφτομαι πόσο κοντά εἶναι στόν π. Νεκτάριο! Ἄξιοι εἶναι, ἄξιοι, ἄξιοι καί θαυματουργοί, οἱ γονεῖς του!
Ἐκείνη τήν στιγμή πού τόν εἶδα στήν Ἁγία Τράπεζα ἦταν ἡ ἔκφραση τέτοια, σάν νά τοῦ ἔπαιρνε τήν στενοχώρια, νά τοῦ συμπαραστεκόταν, νά τόν βοηθοῦσε τήν ὥρα ἐκείνη τῆς στενοχώριας του στήν Λειτουργία. Γιά αὐτό δέν μπορῶ νά πιστέψω ὅτι ἐγώ ἡ τόσο ἁμαρτωλή νά δῶ ἅγιο ἄνθρωπο, νά δῶ ὅραμα, πού, τό ξαναλέω, δέν ἔχω ἀκούσει οὔτε ἔχω δεῖ τό παραμικρό, τό παραμικρό.
Θεώνη: Λέτε γιά τότε πού εἴδατε τόν πατέρα του στίς 26 Νοεμβρίου νά συλλειτουργεῖ στήν ἴδια Ἅγια Τράπεζα;
Μοναχή Ἀκακία: Ναί, γιά τότε λέω πού ἦταν καί ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Ἀκακίου, γιά τότε.
Θεώνη: Ναί, αὐτό, πού μου εἴχατε πεῖ, ἦταν φοβερό.
Μοναχή Ἀκακία: Ναί, εἶπα, κοίτα πῶς στάθηκε κοντά του τήν στιγμή τῆς στενοχώριας του, γιατί, σᾶς εἶπα, στενοχωρήθηκε πάρα πολύ.
Θεώνη: Ναί, πού ἔλειπε ἡ φυλλάδα τοῦ Ἁγίου, γιά νά ἑορτασθεῖ, ὅπως ἔπρεπε.
Μοναχή Ἀκακία: Ναί, πού ἔλειπε ἡ φυλλάδα καί δέν εἶχε νά Λειτουργήσει τόν ἅγιο Σοφιανό, πού ἦλθε γιά τόν ἅγιο Σοφιανό. Ἤξερε πώς εἶχε ἀφήσει φυλλάδες ἐδῶ καί ἅγιο Λείψανο, πώς τά εἶχε ὅλα καί ἐμεῖς νά μήν φροντίσουμε νά κρατήσουμε, ὅπως ἔχουμε τά ἅγια Λείψανα, νά κρατήσουμε καί μία φυλλάδα. Βέβαια ἡ γερόντισσα ἔχει εὐθύνη γιά αὐτά, εἶναι ὅμως πολυάσχολη, δέν ἔχει χρόνο οὔτε γιά λίγη ἀνάπαυση, ἀλλά, ἐπειδή αἰσθάνθηκα ἐγώ τόση εὐθύνη ἐκείνη τήν ὥρα τόν εἶδα τόν π. Νικόλαο.
Θεώνη: Τόν εἴδατε ὁλοζώντανο, ἔ;
Μοναχή Ἀκακία: Ναί, πάρα πολύ.
Θεώνη: Νά λειτουργεῖ μαζί του…
Μοναχή Ἀκακία: Σᾶς εἶπα, μοῦ δίνουν τόση δύναμη οἱ Ἅγιοί μας.
Θεώνη: Ναί, ὁ Θεός ἀξιώνει τούς ἀνθρώπους.
Μοναχή Ἀκακία: Γιά νά παρουσιαστεῖ σέ ἐμένα, γιά νά δῶ αὐτό τό ὅραμα, νά μοῦ συμβαίνουν ὅλα αὐτά, παρ’ ὅλο πού δέν τούς γνώριζα, δέν τούς ἤξερα, δέν ξέρω τίποτα ἐκτός ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν ἐκτίμηση, πού ἔχω στόν π. Νεκτάριο ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού τόν γνώρισα.