Ο Άγιος του αιώνα μας (Άγιος Νεκτάριος Κεφαλάς)

Στην αλησμόνητη Ιερή Νέα Μονή της Χίου, ακριβώς φθινόπωρο στα 1876 έγινε η κουρά του σε μοναχό. Τώρα πια δεν ήταν ο λαϊκός δάσκαλος, ο κυρ Αναστάσης Κεφαλάς, ήταν ο Λάζαρος. Εκείνες τις ώρες, εκείνες τις στιγμές ένοιωσε ολάκερο τον εαυτό του να βυθίζεται σε ένα πέλαγος αγωνίας με κυματισμό την ευθύνη. Η καρδιά του γοργοχτυπούσε. “Τικ-τακ, τικ- τακ”. Γνώριζε κάτι που δεν το πολυκατείχε, δεν το πολυάγγιζε ο πολύς λαός, ο κόσμος. Γνώριζε την πρόκληση που έκανε σαν χοϊκός άνθρωπος την ώρα της κουράς στο Θεό, με το να παραδεχθεί συμβόλαιο ομολογίας για ισόβιο δέηση υπέρ” των αγνοημάτων του λαού, αποσβέσεως αμαρτημάτων και τελικής σωτηρίας”. Σε κανονική προπαιδεία έμαθε τι θα πει ορθόδοξο καλογερικό ράσο. Φάρος και λυχνοστάτης στα σκότη. Αποδεχόταν την αγαμία, την ακτημοσύνη και την υποταγή με την απόλυτη θέληση του χωρίς κανείς, κανείς να τον εξαναγκάζει. Και γνώριζε καλά ότι με αυτό το άθλημα, με αυτήν την άσκηση που αναζητούσε να πάρει στον ώμο του, δεν υποχρέωνε καθόλου τον ευεργέτη Θεό, για να του καταλογίσει διάκριση και αξία. Αυτό διάλεξε η καρδιά του και αυτό ζητούσε παρακαλώντας από το στρατηγείο της στρατευόμενης Του Χριστού Εκκλησίας. Έπρεπε λοιπόν σαν άνθρωπος καλόγερος να παλεύει νύχτα μέρα με τους φοβερούς δαίμονες, να νικά, να νοιώθει χαρά και ελπίδα και κάτι παρόμοιο να μεταδίδει σε όλους όσους τον κοντοζύγωναν. Δεχόταν με την απόλυτα ελεύθερη διάθεσή του να γινόταν κι αυτός ένας ταπεινός αποτραβηγμένος μεσίτης για τη σωτηρία των αδελφών του, που πέρασαν από το ιερό βάπτισμα, την ιερή ομολογία. Κάθε βουβό δάκρυ, κάθε αλάλητος στεναγμός, κάθε υψωμός των χεριών για χάρη του πλησίον, του άγνωστου αδελφού. Για χάρη του κόσμου που χαροπάλευε για τη συντήρησή του, που θαλασσοπνιγόταν στα πέλαγα, που μάχονταν σε χαρακώματα και σε βουνά, που σάπιζε στα υπόγεια των φυλακών, που θανατοκρύωνε στις στρωμνές της αρρώστιας.

Απόσπασμα από το βιβλίο, “Ο Άγιος του αιώνα μας” του Σώτου Χονδρόπουλου.

Για παραγγελίες πατήστε:  εδώ